μαστροπεύειν

μαστροπεύειν
μαστροπεύω
seduce
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαστροπεύω — (Α μαστροπεύω) [μαστροπός] εκτελώ το έργο τού μαστροπού, είμαι προαγωγός, κάνω τον ρουφιάνο, ωθώ κάποιον σε ασέλγεια, σπρώχνω κάποιον στην πορνεία, εκμαυλίζω αρχ. 1. μτφ. παρασύρω, γοητεύω («αἰσθήσεις μαστροπεύειν ἡδονῇ», Φιλ.) 2. φρ. «μαστροπεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”